τυπῇ

τυπῇ
τύπτω
beat
aor subj pass 3rd sg
τυπάζω
fut ind mid 2nd sg (doric)
τυπάζω
fut ind act 3rd sg (doric)
τυπή
blow
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τυπή — blow fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπή — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) χτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυπ τού ρ. τύπτω + κατάλ. ή (πρβλ. κοπ ή)] …   Dictionary of Greek

  • τύπη — τύπης striker masc voc sg τύπτω beat aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύπῃ — τύπης striker masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπαῖς — τυπή blow fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπήν — τυπή blow fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατύπη — η (Α λατύπη) το απότριμμα τών λίθων που απομένει μετά την πελέκηση ή τη λάξευση, χαλίκι («ἐκ γὰρ τῆς λατύπης σωροί τινες πρὸ τῶν πυραμίδων κεῑνται», Στράβ.) νεοελλ. (πετρογρ.) γωνιώδες αδρομερές τεμαχίδιο που προκύπτει από τη θραύση τών… …   Dictionary of Greek

  • μοιχοτύπη — μοιχοτύπη, ἡ (Α) μοιχαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + τύπη (άλλος τ. τού τύπος < τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. λα τύπη, χαμαι τύπη] …   Dictionary of Greek

  • χαμαιτύπη — ἡ, ΜΑ πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + τύπη, άλλος τ. τού τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. λα τύπη] …   Dictionary of Greek

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”